- καλοκαγαθικῶς
- καλοκαγαθικόςadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλοκαγαθικός — καλοκἀγαθικός, ή, όν (Α) [καλοκάγαθος] 1. αυτός που αρμόζει σε καλό και αγαθό άνθρωπο, έντιμος, αγαθός, χρηστός 2. (για πρόσ.) ενάρετος, ηθικός. επίρρ... καλοκἀγαθικῶς (Α) έντιμα, χρηστά, με αγαθότητα και καλοσύνη … Dictionary of Greek